Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατᾱργέω
κατάργματα
καταργυρόομαι
κατάρδω
καταρέζω
κατάρη
καταρῑγηλός
καταριθμέω
καταρκέω
καταρμόζω
καταρνέομαι
καταρόω
καταρρᾳθῡμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράξομαι
καταρράπτω
καταρρᾱ́ττω
καταρρέζω
καταρρεπής
View word page
κατ-αρνέομαι
καταρνέομαιmid.contr.vb strongly denyw. μή + inf.that one has done sthg.S.

ShortDef

to deny strongly, persist in denying

Debugging

Headword:
καταρνέομαι
Headword (normalized):
καταρνέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταρνεομαι
IDX:
21720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21721
Key:
καταρνέομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αρνέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αρνέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>strongly deny</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>μή</Ref> + inf.</GLbl>that one has done sthg.<Au>S.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταρνέομαι'}