Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάρᾱτος
κατᾱργέω
κατάργματα
καταργυρόομαι
κατάρδω
καταρέζω
κατάρη
καταρῑγηλός
καταριθμέω
καταρκέω
καταρμόζω
καταρνέομαι
καταρόω
καταρρᾳθῡμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράξομαι
καταρράπτω
καταρρᾱ́ττω
καταρρέζω
View word page
καταρμόζω
καταρμόζωIon.vbseeκαθαρμόζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταρμόζω
Headword (normalized):
καταρμόζω
Headword (normalized/stripped):
καταρμοζω
IDX:
21719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21720
Key:
καταρμόζω

Data

{'headword_display': '<b>καταρμόζω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καταρμόζω</HL><PS>Ion.vb</PS></HG><XR>see<Ref>καθαρμόζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταρμόζω'}