Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταράσσω
κατάρᾱτος
κατᾱργέω
κατάργματα
καταργυρόομαι
κατάρδω
καταρέζω
κατάρη
καταρῑγηλός
καταριθμέω
καταρκέω
καταρμόζω
καταρνέομαι
καταρόω
καταρρᾳθῡμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράξομαι
καταρράπτω
καταρρᾱ́ττω
View word page
κατ-αρκέω
καταρκέωcontr.vb of a single daybe sufficientw.dat.for someonew.inf.to do sthg.E. of a regionbe self-sufficientw.ptcpl.in providing all necessitiesHdt.

ShortDef

to be fully sufficient

Debugging

Headword:
καταρκέω
Headword (normalized):
καταρκέω
Headword (normalized/stripped):
καταρκεω
IDX:
21718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21719
Key:
καταρκέω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αρκέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αρκέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a single day</Indic><Tr>be sufficient</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>for someone<Expl><GLbl>w.inf.</GLbl>to do sthg.</Expl><Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>of a region</Indic><Tr>be self-sufficient</Tr><Cmpl><GLbl>w.ptcpl.</GLbl>in providing all necessities<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταρκέω'}