Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταραιρημένος
καταράομαι
καταράσσω
κατάρᾱτος
κατᾱργέω
κατάργματα
καταργυρόομαι
κατάρδω
καταρέζω
κατάρη
καταρῑγηλός
καταριθμέω
καταρκέω
καταρμόζω
καταρνέομαι
καταρόω
καταρρᾳθῡμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράξομαι
View word page
κατα-ρῑγηλός
καταρῑγηλόςόνadj of war, weapons, shipsshudder-inducingterrifyingOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταρῑγηλός
Headword (normalized):
καταρῑγηλός
Headword (normalized/stripped):
καταριγηλος
IDX:
21716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21717
Key:
καταρῑγηλός

Data

{'headword_display': '<b>κατα-ρῑγηλός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατα<hyph/>ρῑγηλός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of war, weapons, ships</Indic><Def>shudder-inducing</Def><Tr>terrifying</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταρῑγηλός'}