Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπυρπολέω
κατάρᾱ
καταραιρημένος
καταράομαι
καταράσσω
κατάρᾱτος
κατᾱργέω
κατάργματα
καταργυρόομαι
κατάρδω
καταρέζω
κατάρη
καταρῑγηλός
καταριθμέω
καταρκέω
καταρμόζω
καταρνέομαι
καταρόω
καταρρᾳθῡμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
View word page
καταρέζω
καταρέζωep.vbseeκαταρρέζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταρέζω
Headword (normalized):
καταρέζω
Headword (normalized/stripped):
καταρεζω
IDX:
21714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21715
Key:
καταρέζω

Data

{'headword_display': '<b>καταρέζω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καταρέζω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see<Ref>καταρρέζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταρέζω'}