Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάπυκνος
καταπυκνόω
καταπυρπολέω
κατάρᾱ
καταραιρημένος
καταράομαι
καταράσσω
κατάρᾱτος
κατᾱργέω
κατάργματα
καταργυρόομαι
κατάρδω
καταρέζω
κατάρη
καταρῑγηλός
καταριθμέω
καταρκέω
καταρμόζω
καταρνέομαι
καταρόω
καταρρᾳθῡμέω
View word page
κατ-αργυρόομαι
καταργυρόομαιpass.contr.vbἄργυρος of military equipment, battlementsbe coated with silverHdt. Plu. of a personbe bribed with silverS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταργυρόομαι
Headword (normalized):
καταργυρόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταργυροομαι
IDX:
21712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21713
Key:
καταργυρόομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αργυρόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αργυρόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>ἄργυρος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of military equipment, battlements</Indic><Tr>be coated with silver</Tr><Au>Hdt. Plu.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>be bribed with silver</Tr><Au>S.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταργυρόομαι'}