Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπῡ́γων
καταπῡ́θω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
καταπυρπολέω
κατάρᾱ
καταραιρημένος
καταράομαι
καταράσσω
κατάρᾱτος
κατᾱργέω
κατάργματα
καταργυρόομαι
κατάρδω
καταρέζω
κατάρη
καταρῑγηλός
καταριθμέω
καταρκέω
καταρμόζω
καταρνέομαι
View word page
κατ-ᾱργέω
κατᾱργέωcontr.vb be idle w.acc.w. one's handE. of a barren fruit treefruitlessly occupy, wastethe groundNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατᾱργέω
Headword (normalized):
κατᾱργέω
Headword (normalized/stripped):
καταργεω
IDX:
21710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21711
Key:
κατᾱργέω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ᾱργέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ᾱργέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be idle</Tr> <Cmpl><GLbl>w.acc.</GLbl>w. one's hand<Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>of a barren fruit tree</Indic><Tr>fruitlessly occupy, waste</Tr><Obj>the ground<Au>NT.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'κατᾱργέω'}