Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κατάπτω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπῡγοσύνη
καταπῡ́γων
καταπῡ́θω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
καταπυρπολέω
κατάρᾱ
καταραιρημένος
καταράομαι
καταράσσω
κατάρᾱτος
κατᾱργέω
κατάργματα
καταργυρόομαι
κατάρδω
καταρέζω
κατάρη
καταρῑγηλός
View word page
καταραιρημένος
καταραιρημένος
Ion.pf.pass.ptcpl.
see
καθαιρέω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταραιρημένος
Headword (normalized):
καταραιρημένος
Headword (normalized/stripped):
καταραιρημενος
IDX:
21706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21707
Key:
καταραιρημένος
Data
{'headword_display': '<b>καταραιρημένος</b>', 'content': '<XE><RefFm>καταραιρημένος<LblR>Ion.pf.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καθαιρέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταραιρημένος'}