Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπτυχής
καταπτῡ́ω
κατάπτω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπῡγοσύνη
καταπῡ́γων
καταπῡ́θω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
καταπυρπολέω
κατάρᾱ
καταραιρημένος
καταράομαι
καταράσσω
κατάρᾱτος
κατᾱργέω
κατάργματα
καταργυρόομαι
κατάρδω
καταρέζω
View word page
κατα-πυρπολέω
καταπυρπολέωcontr.vb burn downa districtPlb.pass.hyperbol., of a personbe burned to ashesAr.

ShortDef

waste with fire

Debugging

Headword:
καταπυρπολέω
Headword (normalized):
καταπυρπολέω
Headword (normalized/stripped):
καταπυρπολεω
IDX:
21704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21705
Key:
καταπυρπολέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-πυρπολέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>πυρπολέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>burn down</Tr><Obj>a district<Au>Plb.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>hyperbol., of a person</Indic><Def>be burned to ashes</Def><Au>Ar.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'καταπυρπολέω'}