Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπτόμενος
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτῡ́ω
κατάπτω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπῡγοσύνη
καταπῡ́γων
καταπῡ́θω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
καταπυρπολέω
κατάρᾱ
καταραιρημένος
καταράομαι
καταράσσω
κατάρᾱτος
κατᾱργέω
κατάργματα
καταργυρόομαι
View word page
κατά-πυκνος
κατάπυκνοςονadjπυκνός of a plantforming a dense clumpthick, luxuriantTheoc.epigr.

ShortDef

very thick

Debugging

Headword:
κατάπυκνος
Headword (normalized):
κατάπυκνος
Headword (normalized/stripped):
καταπυκνος
IDX:
21702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21703
Key:
κατάπυκνος

Data

{'headword_display': '<b>κατά-πυκνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατά<hyph/>πυκνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πυκνός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a plant</Indic><Def>forming a dense clump</Def><Tr>thick, luxuriant</Tr><Au>Theoc.<Wk>epigr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάπυκνος'}