Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτόμενος
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτῡ́ω
κατάπτω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπῡγοσύνη
καταπῡ́γων
καταπῡ́θω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
καταπυρπολέω
κατάρᾱ
καταραιρημένος
καταράομαι
καταράσσω
κατάρᾱτος
View word page
καταπῡγοσύνη
καταπῡγοσύνηηςfκαταπῡ́γων habit of taking a passive role in male homosexual intercoursederog.pathic debaucheryAr. Plu.quot.com.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπῡγοσύνη
Headword (normalized):
καταπῡγοσύνη
Headword (normalized/stripped):
καταπυγοσυνη
IDX:
21699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21700
Key:
καταπῡγοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>καταπῡγοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταπῡγοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>καταπῡ́γων</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>habit of taking a passive role in male homosexual intercourse</Def><nS2><Indic>derog.</Indic><Tr>pathic debauchery</Tr><Au>Ar. Plu.<LblR>quot.com.</LblR></Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'καταπῡγοσύνη'}