Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπλήσσομαι
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλῡ́νω
ἀποπνέω
ἀποπνῑ́γω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπονέω
ἀποπορεύομαι
ἀποπρᾱῡ́νω
ἀποπρεσβείᾱ
ἀποπρεσβεύω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρῑ́ω
ἄποπρο
View word page
ἀπο-πολεμέω
ἀποπολεμέωcontr.vb fight mountedon a donkeyPl.

ShortDef

to fight off from

Debugging

Headword:
ἀποπολεμέω
Headword (normalized):
ἀποπολεμέω
Headword (normalized/stripped):
αποπολεμεω
IDX:
216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-217
Key:
ἀποπολεμέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-πολεμέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>πολεμέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>fight mounted<Expl>on a donkey</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποπολεμέω'}