Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπροίξομαι
καταπρολείπω
καταπροτερέομαι
καταπροχέω
καταπτακών
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτόμενος
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτῡ́ω
κατάπτω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπῡγοσύνη
καταπῡ́γων
καταπῡ́θω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
καταπυρπολέω
View word page
κατα-πτυχής
καταπτυχήςέςadjπτύσσω of a dresswith ample foldsfullTheoc.

ShortDef

with ample folds

Debugging

Headword:
καταπτυχής
Headword (normalized):
καταπτυχής
Headword (normalized/stripped):
καταπτυχης
IDX:
21694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21695
Key:
καταπτυχής

Data

{'headword_display': '<b>κατα-πτυχής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατα<hyph/>πτυχής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πτύσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a dress</Indic><Def>with ample folds</Def><Tr>full</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταπτυχής'}