Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπροίεμαι
καταπροίξομαι
καταπρολείπω
καταπροτερέομαι
καταπροχέω
καταπτακών
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτόμενος
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτῡ́ω
κατάπτω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπῡγοσύνη
καταπῡ́γων
καταπῡ́θω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
View word page
κατάπτυστος
κατάπτυστοςονadjκαταπτῡ́ω of persons, monsters, a crimedespicableA. E. D. Din.

ShortDef

to be spat upon, abominable, despicable

Debugging

Headword:
κατάπτυστος
Headword (normalized):
κατάπτυστος
Headword (normalized/stripped):
καταπτυστος
IDX:
21693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21694
Key:
κατάπτυστος

Data

{'headword_display': '<b>κατάπτυστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατάπτυστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταπτῡ́ω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons, monsters, a crime</Indic><Tr>despicable</Tr><Au>A. E. D. Din.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάπτυστος'}