Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
καταπροδίδωμι
καταπροίεμαι
καταπροίξομαι
καταπρολείπω
καταπροτερέομαι
καταπροχέω
καταπτακών
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτόμενος
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτῡ́ω
κατάπτω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπῡγοσύνη
καταπῡ́γων
καταπῡ́θω
κατάπυκνος
View word page
καταπτόμενος
καταπτόμενος
aor.2 mid.ptcpl.
see
καταπέτομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταπτόμενος
Headword (normalized):
καταπτόμενος
Headword (normalized/stripped):
καταπτομενος
IDX:
21692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21693
Key:
καταπτόμενος
Data
{'headword_display': '<b>καταπτόμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>καταπτόμενος<LblR>aor.2 mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καταπέτομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταπτόμενος'}