Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπρηνής
καταπρῑ́ω
καταπροδίδωμι
καταπροίεμαι
καταπροίξομαι
καταπρολείπω
καταπροτερέομαι
καταπροχέω
καταπτακών
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτόμενος
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτῡ́ω
κατάπτω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπῡγοσύνη
καταπῡ́γων
View word page
κατα-πτερόω
κατα-πτερόωcontr.vb furnish with plumagefig., of Zeuscovera womanw.dat.w. a horse's coatE.fr.

ShortDef

furnish with wings

Debugging

Headword:
καταπτερόω
Headword (normalized):
καταπτερόω
Headword (normalized/stripped):
καταπτεροω
IDX:
21690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21691
Key:
καταπτερόω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-πτερόω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα-πτερόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>furnish with plumage</Def><vS2><Indic>fig., of Zeus</Indic><Tr>cover</Tr><Obj>a woman<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. a horse's coat</Expl><Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'καταπτερόω'}