Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρῑ́ω
καταπροδίδωμι
καταπροίεμαι
καταπροίξομαι
καταπρολείπω
καταπροτερέομαι
καταπροχέω
καταπτακών
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτόμενος
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτῡ́ω
κατάπτω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπῡγοσύνη
View word page
κατά-πτερος
κατάπτεροςονadjπτερόν of Night, the GorgonswingedA. E.

ShortDef

winged

Debugging

Headword:
κατάπτερος
Headword (normalized):
κατάπτερος
Headword (normalized/stripped):
καταπτερος
IDX:
21689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21690
Key:
κατάπτερος

Data

{'headword_display': '<b>κατά-πτερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατά<hyph/>πτερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πτερόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Night, the Gorgons</Indic><Tr>winged</Tr><Au>A. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάπτερος'}