Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
καταπρᾱῡ́νω
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρῑ́ω
καταπροδίδωμι
καταπροίεμαι
καταπροίξομαι
καταπρολείπω
καταπροτερέομαι
καταπροχέω
καταπτακών
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτόμενος
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτῡ́ω
κατάπτω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
View word page
καταπτακών
καταπτακών
aor.2 ptcpl.
see
καταπτήσσω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταπτακών
Headword (normalized):
καταπτακών
Headword (normalized/stripped):
καταπτακων
IDX:
21688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21689
Key:
καταπτακών
Data
{'headword_display': '<b>καταπτακών</b>', 'content': '<XE><RefFm>καταπτακών<LblR>aor.2 ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καταπτήσσω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταπτακών'}