Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπρᾱ́ττω
καταπρᾱῡ́νω
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρῑ́ω
καταπροδίδωμι
καταπροίεμαι
καταπροίξομαι
καταπρολείπω
καταπροτερέομαι
καταπροχέω
καταπτακών
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτόμενος
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτῡ́ω
κατάπτω
καταπτώσσω
View word page
κατα-προχέω
καταπροχέωcontr.vb pour downtearsw.gen.over one's cheeksAR.

ShortDef

pour down over

Debugging

Headword:
καταπροχέω
Headword (normalized):
καταπροχέω
Headword (normalized/stripped):
καταπροχεω
IDX:
21687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21688
Key:
καταπροχέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-προχέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>προχέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>pour down</Tr><Obj>tears<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>over one's cheeks</Expl><Au>AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'καταπροχέω'}