Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάποσις
καταπρᾱ́ττω
καταπρᾱῡ́νω
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρῑ́ω
καταπροδίδωμι
καταπροίεμαι
καταπροίξομαι
καταπρολείπω
καταπροτερέομαι
καταπροχέω
καταπτακών
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτόμενος
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτῡ́ω
κατάπτω
View word page
κατα-προτερέομαι
καταπροτερέομαιpass.contr.vb be completely inferiorw.dat.in military prowessPlb.be no matchw.dat.for one's attackersPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπροτερέομαι
Headword (normalized):
καταπροτερέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταπροτερεομαι
IDX:
21686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21687
Key:
καταπροτερέομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-προτερέομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>προτερέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be completely inferior</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>in military prowess<Au>Plb.</Au></Cmpl><vS2><Tr>be no match</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>for one's attackers<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'καταπροτερέομαι'}