Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπορνεύω
κατάποσις
καταπρᾱ́ττω
καταπρᾱῡ́νω
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρῑ́ω
καταπροδίδωμι
καταπροίεμαι
καταπροίξομαι
καταπρολείπω
καταπροτερέομαι
καταπροχέω
καταπτακών
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτόμενος
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτῡ́ω
View word page
κατα-προλείπω
καταπρολείπωvb leave behindone's comradesAR.

ShortDef

forsake utterly

Debugging

Headword:
καταπρολείπω
Headword (normalized):
καταπρολείπω
Headword (normalized/stripped):
καταπρολειπω
IDX:
21685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21686
Key:
καταπρολείπω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-προλείπω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>προλείπω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>leave behind</Tr><Obj>one's comrades<Au>AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'καταπρολείπω'}