Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπόρνευσις
καταπορνεύω
κατάποσις
καταπρᾱ́ττω
καταπρᾱῡ́νω
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρῑ́ω
καταπροδίδωμι
καταπροίεμαι
καταπροίξομαι
καταπρολείπω
καταπροτερέομαι
καταπροχέω
καταπτακών
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτόμενος
κατάπτυστος
καταπτυχής
View word page
κατα-προίξομαι
καταπροίξομαι
Ion.καταπροΐξομαι
fut.mid.vbreltd.προίξ
in neg.phr.will get away scot-freew.gen.fr. a personArchil. Ar.w.ptcpl.w. doing or having done sthg.Hdt. Ar.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπροίξομαι
Headword (normalized):
καταπροίξομαι
Headword (normalized/stripped):
καταπροιξομαι
IDX:
21684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21685
Key:
καταπροίξομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-προίξομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>προίξομαι</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>καταπροΐξομαι</FmHL></DL><PS>fut.mid.vb</PS><Ety>reltd.<Ref>προίξ</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>in neg.phr.</Indic><Tr>will get away scot-free</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>fr. a person<Au>Archil. Ar.</Au></Cmpl><Cmpl><GLbl>w.ptcpl.</GLbl>w. doing or having done sthg.<Au>Hdt. Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταπροίξομαι'}