Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπορεύομαι
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
κατάποσις
καταπρᾱ́ττω
καταπρᾱῡ́νω
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρῑ́ω
καταπροδίδωμι
καταπροίεμαι
καταπροίξομαι
καταπρολείπω
καταπροτερέομαι
καταπροχέω
καταπτακών
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτόμενος
κατάπτυστος
View word page
κατα-προίεμαι
καταπροίεμαιmid.vb allow to be lostgive awaypublic moneyw.dat.to thievesPlu.let go, losean opportunityPlb. ruinone's personal fortune, shared enterprisesPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπροίεμαι
Headword (normalized):
καταπροίεμαι
Headword (normalized/stripped):
καταπροιεμαι
IDX:
21683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21684
Key:
καταπροίεμαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-προίεμαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>προίεμαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>allow to be lost</Def><Tr>give away</Tr><Obj>public money<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to thieves</Expl><Au>Plu.</Au></Obj><vS2><Tr>let go, lose</Tr><Obj>an opportunity<Au>Plb.</Au></Obj></vS2> <vS2><Tr>ruin</Tr><Obj>one's personal fortune, shared enterprises<Au>Plb.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'καταπροίεμαι'}