Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
κατάποσις
καταπρᾱ́ττω
καταπρᾱῡ́νω
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρῑ́ω
καταπροδίδωμι
καταπροίεμαι
καταπροίξομαι
καταπρολείπω
καταπροτερέομαι
καταπροχέω
καταπτακών
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
View word page
κατα-πρῑ́ω
καταπρῑ́ωvb saw uplogs of woodHdt. provbl., of a misersplita cumin seedTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπρῑ́ω
Headword (normalized):
καταπρῑ́ω
Headword (normalized/stripped):
καταπριω
IDX:
21681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21682
Key:
καταπρῑ́ω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-πρῑ́ω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>πρῑ́ω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>saw up</Tr><Obj>logs of wood<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>provbl., of a miser</Indic><Tr>split</Tr><Obj>a cumin seed<Au>Theoc.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταπρῑ́ω'}