Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
κατάποσις
καταπρᾱ́ττω
καταπρᾱῡ́νω
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρῑ́ω
καταπροδίδωμι
καταπροίεμαι
καταπροίξομαι
καταπρολείπω
καταπροτερέομαι
καταπροχέω
καταπτακών
κατάπτερος
καταπτερόω
View word page
κατα-πρηνής
καταπρηνήςέςIon.adjπρᾱνής of handsturned downwardsw. open palms, in ctxts. of using the flat of one's handHom. hHom.

ShortDef

down-turned

Debugging

Headword:
καταπρηνής
Headword (normalized):
καταπρηνής
Headword (normalized/stripped):
καταπρηνης
IDX:
21680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21681
Key:
καταπρηνής

Data

{'headword_display': '<b>κατα-πρηνής</b>', 'content': "<AE><HG><HL>κατα<hyph/>πρηνής</HL><Infl>ές</Infl><PS>Ion.adj</PS><Ety><Ref>πρᾱνής</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of hands</Indic><Tr>turned downwards<Expl>w. open palms, in ctxts. of using the flat of one's hand</Expl></Tr><Au>Hom. hHom.</Au></aS1></AE>", 'key': 'καταπρηνής'}