Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
κατάποσις
καταπρᾱ́ττω
καταπρᾱῡ́νω
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρῑ́ω
καταπροδίδωμι
καταπροίεμαι
καταπροίξομαι
καταπρολείπω
καταπροτερέομαι
καταπροχέω
καταπτακών
κατάπτερος
View word page
κατα-πρεσβεύω
καταπρεσβεύωvb send a delegation againsta particular group, to a regional powerPlb.

ShortDef

undertake an embassy against

Debugging

Headword:
καταπρεσβεύω
Headword (normalized):
καταπρεσβεύω
Headword (normalized/stripped):
καταπρεσβευω
IDX:
21679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21680
Key:
καταπρεσβεύω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-πρεσβεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>πρεσβεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>send a delegation against<Expl>a particular group, to a regional power</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταπρεσβεύω'}