Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπολῑτεύομαι
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
κατάποσις
καταπρᾱ́ττω
καταπρᾱῡ́νω
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρῑ́ω
καταπροδίδωμι
καταπροίεμαι
καταπροίξομαι
καταπρολείπω
καταπροτερέομαι
View word page
κατάποσις
κατάποσιςεωςfκαταπῑ́νω swallowingabsorptionof liquids, nourishmentPl.

ShortDef

gulping down, swallowing

Debugging

Headword:
κατάποσις
Headword (normalized):
κατάποσις
Headword (normalized/stripped):
καταποσις
IDX:
21676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21677
Key:
κατάποσις

Data

{'headword_display': '<b>κατάποσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάποσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>καταπῑ́νω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>swallowing<or/>absorption<Expl>of liquids, nourishment</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάποσις'}