Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταποικίλλω
καταπολεμέω
καταπολῑτεύομαι
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
κατάποσις
καταπρᾱ́ττω
καταπρᾱῡ́νω
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρῑ́ω
καταπροδίδωμι
καταπροίεμαι
καταπροίξομαι
View word page
καταπόρνευσις
καταπόρνευσιςεωςfκαταπορνεύω act of forcing into prostitutionprostitutionof captured womenPlu.

ShortDef

prostitution

Debugging

Headword:
καταπόρνευσις
Headword (normalized):
καταπόρνευσις
Headword (normalized/stripped):
καταπορνευσις
IDX:
21674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21675
Key:
καταπόρνευσις

Data

{'headword_display': '<b>καταπόρνευσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταπόρνευσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>καταπορνεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>act of forcing into prostitution</Def><Tr>prostitution<Expl>of captured women</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταπόρνευσις'}