Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπλώω
καταπνέω
καταποθήσομαι
καταποικίλλω
καταπολεμέω
καταπολῑτεύομαι
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
κατάποσις
καταπρᾱ́ττω
καταπρᾱῡ́νω
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρῑ́ω
View word page
καταποντιστής
καταποντιστήςοῦm one who drownsothersin the seapirateIsoc. D.

ShortDef

one who throws into the sea

Debugging

Headword:
καταποντιστής
Headword (normalized):
καταποντιστής
Headword (normalized/stripped):
καταποντιστης
IDX:
21671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21672
Key:
καταποντιστής

Data

{'headword_display': '<b>καταποντιστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταποντιστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who drowns<Prnth>others</Prnth>in the sea</Def><Tr>pirate</Tr><Au>Isoc. D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταποντιστής'}