Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάπλυσις
καταπλώω
καταπνέω
καταποθήσομαι
καταποικίλλω
καταπολεμέω
καταπολῑτεύομαι
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
κατάποσις
καταπρᾱ́ττω
καταπρᾱῡ́νω
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
View word page
καταποντισμός
καταποντισμόςοῦm throwing overboardof persons, as a method of killing themIsoc.

ShortDef

drowning

Debugging

Headword:
καταποντισμός
Headword (normalized):
καταποντισμός
Headword (normalized/stripped):
καταποντισμος
IDX:
21670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21671
Key:
καταποντισμός

Data

{'headword_display': '<b>καταποντισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταποντισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>throwing overboard<Expl>of persons, as a method of killing them</Expl></Tr><Au>Isoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταποντισμός'}