Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπλοκή
κατάπλους
καταπλουτίζω
καταπλῡ́νω
κατάπλυσις
καταπλώω
καταπνέω
καταποθήσομαι
καταποικίλλω
καταπολεμέω
καταπολῑτεύομαι
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
κατάποσις
View word page
κατα-πολῑτεύομαι
καταπολῑτεύομαιmid.vb thwart by political machinationsrivals, laws, a people's avariceD. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπολῑτεύομαι
Headword (normalized):
καταπολῑτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καταπολιτευομαι
IDX:
21666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21667
Key:
καταπολῑτεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-πολῑτεύομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>πολῑτεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>thwart by political machinations</Tr><Obj>rivals, laws, a people's avarice<Au>D. Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'καταπολῑτεύομαι'}