Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπλέω
κατάπλεως
καταπληκτικός
καταπλήξ
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλοκή
κατάπλους
καταπλουτίζω
καταπλῡ́νω
κατάπλυσις
καταπλώω
καταπνέω
καταποθήσομαι
καταποικίλλω
καταπολεμέω
καταπολῑτεύομαι
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
View word page
κατάπλυσις
κατάπλυσιςεωςf washingof a horse's legsX.

ShortDef

a bathing in water

Debugging

Headword:
κατάπλυσις
Headword (normalized):
κατάπλυσις
Headword (normalized/stripped):
καταπλυσις
IDX:
21660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21661
Key:
κατάπλυσις

Data

{'headword_display': '<b>κατάπλυσις</b>', 'content': "<NE><HG><HL>κατάπλυσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>washing<Expl>of a horse's legs</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>", 'key': 'κατάπλυσις'}