Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπλέκω
καταπλέω
κατάπλεως
καταπληκτικός
καταπλήξ
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλοκή
κατάπλους
καταπλουτίζω
καταπλῡ́νω
κατάπλυσις
καταπλώω
καταπνέω
καταποθήσομαι
καταποικίλλω
καταπολεμέω
καταπολῑτεύομαι
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
View word page
κατα-πλῡ́νω
καταπλῡ́νωvb washa horse's headw.dat.w. waterX. pf.pass.fig., of a practicebe washed awayi.e. discontinuedAeschin.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπλῡ́νω
Headword (normalized):
καταπλῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
καταπλυνω
IDX:
21659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21660
Key:
καταπλῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-πλῡ́νω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>πλῡ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>wash</Tr><Obj>a horse's head<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. water</Expl><Au>X.</Au></Obj> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>pf.pass.</GLbl><Indic>fig., of a practice</Indic><Def>be washed away<Expl>i.e. discontinued</Expl></Def><Au>Aeschin.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'καταπλῡ́νω'}