Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπλαστύς
καταπλέκω
καταπλέω
κατάπλεως
καταπληκτικός
καταπλήξ
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλοκή
κατάπλους
καταπλουτίζω
καταπλῡ́νω
κατάπλυσις
καταπλώω
καταπνέω
καταποθήσομαι
καταποικίλλω
καταπολεμέω
καταπολῑτεύομαι
καταπονέω
κατάπονος
View word page
κατα-πλουτίζω
καταπλουτίζωvb of a commanderenrichhis troopsHdt.w.dat.w. giftsX.

ShortDef

to enrich greatly

Debugging

Headword:
καταπλουτίζω
Headword (normalized):
καταπλουτίζω
Headword (normalized/stripped):
καταπλουτιζω
IDX:
21658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21659
Key:
καταπλουτίζω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-πλουτίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>πλουτίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a commander</Indic><Tr>enrich</Tr><Obj>his troops<Au>Hdt.</Au></Obj><Obj><Indic><GLbl>w.dat.</GLbl>w. gifts</Indic><Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταπλουτίζω'}