Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπλάσσω
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλέκω
καταπλέω
κατάπλεως
καταπληκτικός
καταπλήξ
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλοκή
κατάπλους
καταπλουτίζω
καταπλῡ́νω
κατάπλυσις
καταπλώω
καταπνέω
καταποθήσομαι
καταποικίλλω
καταπολεμέω
καταπολῑτεύομαι
View word page
καταπλοκή
καταπλοκήῆςfκαταπλέκω interweavingof sinew, skin and bone, around the fingersPl.

ShortDef

entwining, interlacing

Debugging

Headword:
καταπλοκή
Headword (normalized):
καταπλοκή
Headword (normalized/stripped):
καταπλοκη
IDX:
21656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21657
Key:
καταπλοκή

Data

{'headword_display': '<b>καταπλοκή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταπλοκή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>καταπλέκω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>interweaving<Expl>of sinew, skin and bone, around the fingers</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταπλοκή'}