Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπιττόω
καταπλαγής
καταπλάσσω
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλέκω
καταπλέω
κατάπλεως
καταπληκτικός
καταπλήξ
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλοκή
κατάπλους
καταπλουτίζω
καταπλῡ́νω
κατάπλυσις
καταπλώω
καταπνέω
View word page
καταπληκτικός
καταπληκτικόςή όνadjκαταπλήσσω of persons or thingsterrifying, intimidatingPlb. Plu. wkr.sens., of persons, their appearance, a historian's treatment of a subjectimpressive, imposingPlb. Plu. καταπληκτικῶςadvin a terrifyingintimidating mannerPlb.

ShortDef

striking, astonishing

Debugging

Headword:
καταπληκτικός
Headword (normalized):
καταπληκτικός
Headword (normalized/stripped):
καταπληκτικος
IDX:
21652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21653
Key:
καταπληκτικός

Data

{'headword_display': '<b>καταπληκτικός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>καταπληκτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταπλήσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons or things</Indic><Tr>terrifying, intimidating</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></aS1> <aS1><Indic>wkr.sens., of persons, their appearance, a historian's treatment of a subject</Indic><Tr>impressive, imposing</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>καταπληκτικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Tr>in a terrifying<or/>intimidating manner</Tr><Au>Plb.</Au></advS1> </Adv></AE>", 'key': 'καταπληκτικός'}