Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπίμπρημι
καταπῑ́νω
καταπίπτω
καταπιστεύω
καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπιττόω
καταπλαγής
καταπλάσσω
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλέκω
καταπλέω
κατάπλεως
καταπληκτικός
καταπλήξ
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλοκή
κατάπλους
καταπλουτίζω
View word page
καταπλαστύς
καταπλαστύςύοςf layer of ointment applied to the face and bodyof a womanbeauty mask Hdt.

ShortDef

plaster, poultice

Debugging

Headword:
καταπλαστύς
Headword (normalized):
καταπλαστύς
Headword (normalized/stripped):
καταπλαστυς
IDX:
21648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21649
Key:
καταπλαστύς

Data

{'headword_display': '<b>καταπλαστύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταπλαστύς</HL><Infl>ύος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>layer of ointment applied to the face and body<Expl>of a woman</Expl></Def><Tr>beauty mask </Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταπλαστύς'}