Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπίμπλημι
καταπίμπρημι
καταπῑ́νω
καταπίπτω
καταπιστεύω
καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπιττόω
καταπλαγής
καταπλάσσω
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλέκω
καταπλέω
κατάπλεως
καταπληκτικός
καταπλήξ
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλοκή
κατάπλους
View word page
καταπλαστός
καταπλαστόςόνadj of medicinesmeared onin the form of a poulticeointmentAr. καταπλαστόνοῦn app.bandagesticking-plasterconcealing the wound of loveMen.

ShortDef

plastered over

Debugging

Headword:
καταπλαστός
Headword (normalized):
καταπλαστός
Headword (normalized/stripped):
καταπλαστος
IDX:
21647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21648
Key:
καταπλαστός

Data

{'headword_display': '<b>καταπλαστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καταπλαστός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of medicine</Indic><Def>smeared on</Def><Tr>in the form of a poultice<or/>ointment</Tr><Au>Ar.</Au></aS1> <RelW><HG><HL>καταπλαστόν</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Qualif>app.</Qualif><Tr>bandage<or/>sticking-plaster<Expl>concealing the wound of love</Expl></Tr><Au>Men.</Au></nS1></RelW></AE>', 'key': 'καταπλαστός'}