Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπήγνῡμι
καταπηδάω
καταπῑαίνομαι
καταπίμπλημι
καταπίμπρημι
καταπῑ́νω
καταπίπτω
καταπιστεύω
καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπιττόω
καταπλαγής
καταπλάσσω
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλέκω
καταπλέω
κατάπλεως
καταπληκτικός
καταπλήξ
κατάπληξις
View word page
κατα-πιττόω
καταπιττόωAtt.contr.vbπίσσα cover with pitcha personas preparation for burning him aliveAr.pass.be covered with pitchPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπιττόω
Headword (normalized):
καταπιττόω
Headword (normalized/stripped):
καταπιττοω
IDX:
21644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21645
Key:
καταπιττόω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-πιττόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>πιττόω</HL><PS>Att.contr.vb</PS><Ety><Ref>πίσσα</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>cover with pitch</Tr><Obj>a person<Expl>as preparation for burning him alive</Expl><Au>Ar.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>be covered with pitch</Def><Au>Pl.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'καταπιττόω'}