Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπεφρονηκότως
καταπήγνῡμι
καταπηδάω
καταπῑαίνομαι
καταπίμπλημι
καταπίμπρημι
καταπῑ́νω
καταπίπτω
καταπιστεύω
καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπιττόω
καταπλαγής
καταπλάσσω
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλέκω
καταπλέω
κατάπλεως
καταπληκτικός
καταπλήξ
View word page
καταπίστωσις
καταπίστωσιςεωςf act of making a promisepledgebetw. loversPlu.

ShortDef

assurance, pledge of faith

Debugging

Headword:
καταπίστωσις
Headword (normalized):
καταπίστωσις
Headword (normalized/stripped):
καταπιστωσις
IDX:
21643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21644
Key:
καταπίστωσις

Data

{'headword_display': '<b>καταπίστωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταπίστωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>act of making a promise</Def><Tr>pledge<Expl>betw. lovers</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταπίστωσις'}