Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπετρόομαι
καταπεφρονηκότως
καταπήγνῡμι
καταπηδάω
καταπῑαίνομαι
καταπίμπλημι
καταπίμπρημι
καταπῑ́νω
καταπίπτω
καταπιστεύω
καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπιττόω
καταπλαγής
καταπλάσσω
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλέκω
καταπλέω
κατάπλεως
καταπληκτικός
View word page
κατα-πιστόομαι
καταπιστόομαιmid.contr.vb give assurances, vouchw. ὑπέρ + gen.for someonew. πρός + acc.to a personPlu.

ShortDef

become security

Debugging

Headword:
καταπιστόομαι
Headword (normalized):
καταπιστόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταπιστοομαι
IDX:
21642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21643
Key:
καταπιστόομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-πιστόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>πιστόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>give assurances, vouch<Expl><GLbl>w. <Ref>ὑπέρ</Ref> + gen.</GLbl>for someone</Expl></Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl>to a person<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταπιστόομαι'}