Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπελεμίζω
καταπελτάζω
καταπέλτης
καταπέμπω
καταπεπταμένος
καταπεπτηυῖα
καταπέπωκα
κατά περ
καταπέρδομαι
καταπερίειμι
καταπερονάω
καταπέσσω
καταπετάννῡμι
καταπέτασμα
καταπέτομαι
καταπετρόομαι
καταπεφρονηκότως
καταπήγνῡμι
καταπηδάω
καταπῑαίνομαι
καταπίμπλημι
View word page
κατα-περονάω
καταπερονάωcontr.vb attach by putting rivets throughriveta spear-headto a shaft, w.dat.w. clampsPlb.

ShortDef

rivet

Debugging

Headword:
καταπερονάω
Headword (normalized):
καταπερονάω
Headword (normalized/stripped):
καταπεροναω
IDX:
21627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21628
Key:
καταπερονάω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-περονάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>περονάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>attach by putting rivets through</Def><Tr>rivet</Tr><Obj>a spear-head<Expl>to a shaft, <GLbl>w.dat.</GLbl>w. clamps</Expl><Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταπερονάω'}