Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπειράζω
καταπειρητηρίη
καταπελεμίζω
καταπελτάζω
καταπέλτης
καταπέμπω
καταπεπταμένος
καταπεπτηυῖα
καταπέπωκα
κατά περ
καταπέρδομαι
καταπερίειμι
καταπερονάω
καταπέσσω
καταπετάννῡμι
καταπέτασμα
καταπέτομαι
καταπετρόομαι
καταπεφρονηκότως
καταπήγνῡμι
καταπηδάω
View word page
κατα-πέρδομαι
καταπέρδομαιmid.vbact.aor.2
κατέπαρδον
fart atw.gen.persons, Povertyto show one's contemptAr.fig., of a wine-filled donkey-jugan empty cupi.e. glug when poured into itAr.

ShortDef

break wind at

Debugging

Headword:
καταπέρδομαι
Headword (normalized):
καταπέρδομαι
Headword (normalized/stripped):
καταπερδομαι
IDX:
21625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21626
Key:
καταπέρδομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-πέρδομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>πέρδομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>act.aor.2</Lbl><Form>κατέπαρδον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>fart at</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>persons, Poverty<Expl>to show one's contempt</Expl><Au>Ar.</Au></Cmpl><vS2><Indic>fig., of a wine-filled donkey-jug</Indic><Cmpl>an empty cup<Expl>i.e. glug when poured into it</Expl><Au>Ar.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'καταπέρδομαι'}