καταπέλτης
καταπέλτηςmκαταπελτικόςadjsee[καταπάλτης]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword (normalized):
καταπέλτης
Headword (normalized/stripped):
καταπελτης
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21620
Data
{'headword_display': '<b>καταπέλτης</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καταπέλτης</HL><PS>m</PS></HG><HG><HL>καταπελτικός</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>καταπάλτης</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταπέλτης'}