Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάπαστος
καταπατέω
καταπάττω
κατάπαυμα
κατάπαυσις
καταπαύω
καταπεδάω
καταπειλέω
κατάπειρα
καταπειράζω
καταπειρητηρίη
καταπελεμίζω
καταπελτάζω
καταπέλτης
καταπέμπω
καταπεπταμένος
καταπεπτηυῖα
καταπέπωκα
κατά περ
καταπέρδομαι
καταπερίειμι
View word page
κατα-πειρητηρίη
καταπειρητηρίηηςIon.fπειράομαι sounding-line, plumb-lineto test the depth of a sea or riverHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπειρητηρίη
Headword (normalized):
καταπειρητηρίη
Headword (normalized/stripped):
καταπειρητηριη
IDX:
21616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21617
Key:
καταπειρητηρίη

Data

{'headword_display': '<b>κατα-πειρητηρίη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατα<hyph/>πειρητηρίη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety><Ref>πειράομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sounding-line, plumb-line<Expl>to test the depth of a sea or river</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταπειρητηρίη'}