Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταπαλαίω
καταπάλτης
κατάπαστος
καταπατέω
καταπάττω
κατάπαυμα
κατάπαυσις
καταπαύω
καταπεδάω
καταπειλέω
κατάπειρα
καταπειράζω
καταπειρητηρίη
καταπελεμίζω
καταπελτάζω
καταπέλτης
καταπέμπω
καταπεπταμένος
καταπεπτηυῖα
καταπέπωκα
κατά περ
View word page
κατά-πειρα
κατάπειραᾱςfπεῖρα attemptto achieve sthg.Plb.

ShortDef

attack

Debugging

Headword:
κατάπειρα
Headword (normalized):
κατάπειρα
Headword (normalized/stripped):
καταπειρα
IDX:
21614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21615
Key:
κατάπειρα

Data

{'headword_display': '<b>κατά-πειρα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατά<hyph/>πειρα</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πεῖρα</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>attempt<Expl>to achieve sthg.</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάπειρα'}