Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταξιόω
καταξίωσις
κατᾱ́ξω
καταπαγίως
καταπαιδεραστέω
καταπαλαίω
καταπάλτης
κατάπαστος
καταπατέω
καταπάττω
κατάπαυμα
κατάπαυσις
καταπαύω
καταπεδάω
καταπειλέω
κατάπειρα
καταπειράζω
καταπειρητηρίη
καταπελεμίζω
καταπελτάζω
καταπέλτης
View word page
κατάπαυμα
κατάπαυμαατοςnκαταπαύω that which brings to an endref. to a warrior who exacts revengefinisherw.gen.of griefIl.

ShortDef

a means of stopping

Debugging

Headword:
κατάπαυμα
Headword (normalized):
κατάπαυμα
Headword (normalized/stripped):
καταπαυμα
IDX:
21609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21610
Key:
κατάπαυμα

Data

{'headword_display': '<b>κατάπαυμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάπαυμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>καταπαύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>that which brings to an end</Def><nS2><Indic>ref. to a warrior who exacts revenge</Indic><Tr>finisher<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of grief</Expl></Tr><Au>Il.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'κατάπαυμα'}