Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταξηραίνομαι
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
καταξίωσις
κατᾱ́ξω
καταπαγίως
καταπαιδεραστέω
καταπαλαίω
καταπάλτης
κατάπαστος
καταπατέω
καταπάττω
κατάπαυμα
κατάπαυσις
καταπαύω
καταπεδάω
καταπειλέω
κατάπειρα
καταπειράζω
καταπειρητηρίη
View word page
κατάπαστος
κατάπαστοςονadjκαταπάττω of a victorstrewn, bedeckedw.dat.w. garlandsAr.of a robeembroideredAr.

ShortDef

besprinkled

Debugging

Headword:
κατάπαστος
Headword (normalized):
κατάπαστος
Headword (normalized/stripped):
καταπαστος
IDX:
21606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21607
Key:
κατάπαστος

Data

{'headword_display': '<b>κατάπαστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατάπαστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταπάττω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a victor</Indic><Tr>strewn, bedecked<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. garlands</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></aS1><aS1><Indic>of a robe</Indic><Tr>embroidered</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάπαστος'}