Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταξενόομαι
καταξηραίνομαι
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
καταξίωσις
κατᾱ́ξω
καταπαγίως
καταπαιδεραστέω
καταπαλαίω
καταπάλτης
κατάπαστος
καταπατέω
καταπάττω
κατάπαυμα
κατάπαυσις
καταπαύω
καταπεδάω
καταπειλέω
κατάπειρα
καταπειράζω
View word page
κατα-πάλτης
καταπάλτης
alsoκαταπέλτης
ουmπάλλω
milit.machine that shoots dartscatapultArist. Plb. Plu. καταπελτικόςή όνadjof missilesfor catapultsPlb. Plu. neut.pl.sb.catapultsPlb.

ShortDef

engine of war for hurling bolts, catapult

Debugging

Headword:
καταπάλτης
Headword (normalized):
καταπάλτης
Headword (normalized/stripped):
καταπαλτης
IDX:
21605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21606
Key:
καταπάλτης

Data

{'headword_display': '<b>κατα-πάλτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατα<hyph/>πάλτης</HL><DL><Lbl>also</Lbl><FmHL>καταπέλτης</FmHL></DL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πάλλω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>milit.</Indic><Def>machine that shoots darts</Def><Tr>catapult</Tr><Au>Arist. Plb. Plu.</Au></nS1> <RelW><HG><HL>καταπελτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of missiles</Indic><Tr>for catapults</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></aS1> <aS1><SGrm><GLbl>neut.pl.sb.</GLbl><Def>catapults</Def><Au>Plb.</Au></SGrm></aS1></RelW></NE>', 'key': 'καταπάλτης'}