Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατανύω
κατᾶξαι
καταξαίνω
καταξενόομαι
καταξηραίνομαι
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
καταξίωσις
κατᾱ́ξω
καταπαγίως
καταπαιδεραστέω
καταπαλαίω
καταπάλτης
κατάπαστος
καταπατέω
καταπάττω
κατάπαυμα
κατάπαυσις
καταπαύω
καταπεδάω
View word page
κατα-παγίως
καταπαγίωςadv steadily, continuouslyref. to living in a placeIsoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπαγίως
Headword (normalized):
καταπαγίως
Headword (normalized/stripped):
καταπαγιως
IDX:
21602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21603
Key:
καταπαγίως

Data

{'headword_display': '<b>κατα-παγίως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>κατα<hyph/>παγίως</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>steadily, continuously</Tr><ModVb>ref. to living in a place<Au>Isoc.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'καταπαγίως'}